φοινικόχρους

φοινικόχρους
-ουν, και -οος, -οον, Μ
αυτός που έχει πορφυρό χρώμα, πορφυρόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα» + -χρους / -χροος (< χρώς «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. χρυσό-χρους / -χροος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παρειά — η, ΝΜΑ, και παρεά και αιολ. τ. παραύα 1. το μέρος τού προσώπου μεταξύ κροτάφου, ματιού, μύτης, στόματος, σαγονιού και αφτιού, το μάγουλο 2. ναυτ. η μάσκα τού πλοίου αρχ. 1. τα πλάγια τής περικεφαλαίας που καλύπτουν τα αφτιά και τα πλάγια τού… …   Dictionary of Greek

  • πορφυρίων — Όνομα 2 μυθολογικών προσώπων. 1. Γίγαντας, γιος της Γης και του Ουρανού. Για να τον εξοντώσει ο Δίας, τον έκανε να ερωτευτεί την Ήρα και, τη στιγμή που επιχειρούσε να τη βιάσει, τού εξαπόλυσε κεραυνό. Την ίδια στιγμή ο Ηρακλής τον σκότωνε με το… …   Dictionary of Greek

  • φοινικόχρως — χρωτος, ὁ, ἡ, Μ φοινικόχρους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + χρως (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. μολυβδόχρως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”